- μεταστέλνω
- μεταστέλλω (ΑΜ)(το μέσ.) μεταστέλλομαιστέλνω και προσκαλώ κάποιοναρχ.(το ενεργ.) ανακαλώ, επαναφέρω, παλινορθώνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεταστέλλω — και ματαστέλνω (Μ μεταστέλνω και ματαστέλνω) ξαναστέλνω, στέλνω για δεύτερη φορά … Dictionary of Greek